χαλκομίτρας

χαλκομίτρας
χαλκομίτρας
1 with bronze belt χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) N. 10.90

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χαλκομίτρας — και χαλκεομίτρας και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α αυτός που έχει χάλκινο κάλυμμα κεφαλής ή χάλκινη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + μίτρας (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. χρυσο μίτρης] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκεομίτρας — ό, ΜΑ, και ιων. τ. χαλκεομίτρης Α βλ. χαλκομίτρας …   Dictionary of Greek

  • χαλκόμιτρος — ον, Α (ποιητ. τ.) χαλκομίτρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + μιτρος (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. εὔ μιτρος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”