- χαλκομίτρας
- χαλκομίτρας1 with bronze belt χαλκομίτρα Κάστορος (Σ: χαλκεομίτρα codd.) N. 10.90
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
χαλκομίτρας — και χαλκεομίτρας και ιων. τ. χαλκεομίτρης, ὁ, Α αυτός που έχει χάλκινο κάλυμμα κεφαλής ή χάλκινη ζώνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * / χαλκεο + μίτρας (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. χρυσο μίτρης] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκεομίτρας — ό, ΜΑ, και ιων. τ. χαλκεομίτρης Α βλ. χαλκομίτρας … Dictionary of Greek
χαλκόμιτρος — ον, Α (ποιητ. τ.) χαλκομίτρας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + μιτρος (< μίτρα «κάλυμμα κεφαλής, διάδημα, ζώνη»), πρβλ. εὔ μιτρος] … Dictionary of Greek